- θάλλουσα
- θάλλωsproutpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλλούσας — θαλλούσᾱς , θάλλω sprout pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) θαλλούσᾱς , θάλλω sprout pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλλουσ' — θάλλουσα , θάλλω sprout pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) θάλλουσι , θάλλω sprout pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θάλλουσι , θάλλω sprout pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) θάλλουσαι , θάλλω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η … Dictionary of Greek
θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… … Dictionary of Greek